- πάροικοι
- πάροικοςdwelling besidemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… … Dictionary of Greek
Византия* — Содержание: Византия колония. Византийская империя. Византийская литература. Византийское право. Византийское искусство. Византийская монета. Византия (Βυζάντιον, Byzantium) мегарская колония, основанная в 658 г. на европейской стороне Босфора.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Византия — Содержание: Византия колония. Византийская империя. Византийская литература. Византийское право. Византийское искусство. Византийская монета. Византия (Βυζάντιον, Byzantium) мегарская колония, основанная в 658 г. на европейской стороне Босфора.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Византийское право — Alphabetical index on the Corpus Juris (Index omnium legum et paragraphorum quae in Pandectis, Codice et Institutionibus continentur, per literas digestus.), printed by Gulielmo Rovillio, Lyon, 1571 Византийское, или греко римское, право … … Википедия
Парики — (др. греч. pároikos поселенец, пришелец) категория зависимых наследственных держателей земли феодала землевладельца, императора или казны в Византии в IX XV вв. В XIII веке в некоторых районах Византии были закрепощены. Принадлежавшие… … Википедия
COLONI — vicorum incolae, πάροικοι, apud Recentiores, licet non omnino essent servi, adscriptitii tamen ac servilis conditionis fuêre, culturae agrorum ad certa loca addicti, Unde, apud Bignonium, p. 197. 201. 202. ubi variae Formulae prostant, diserte… … Hofmann J. Lexicon universale
PAROCHIAE — de harum origine Anastasius dieit, Fabianum Pontific. 21. per Regiones Romam divisisse Diaconis, Et Luitprandus: Fabianus 7. Diaconos in urbe Roma in 7. Regiones ipsius urbis divisit. Dionysius autem. Presbyteris Ecclesias divisit et Coemiteria,… … Hofmann J. Lexicon universale
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek